- υποδηματουργός
- ὁ, Ακατασκευαστής υποδημάτων, υποδηματοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + -ουργός (< ἔργον*), πρβλ. υφαντ-ουργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
υποδηματουργικός — ή, όν, Α [ὑποδηματουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή υποδημάτων και, κυρίως, σανδαλιών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑποδηματουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη κατασκευής υποδημάτων, υποδηματοποιία … Dictionary of Greek